οβελός

οβελός
ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός)
1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα
2. μικρή οριζόντια γραμμή (—) ή βέλος με το οποίο οι γραμματικοί επισήμαιναν στο περιθώριο χειρογράφου νόθο λέξη, στίχο ή χωρίο αρχαίου κειμένου
3. φρ. α) «οβελός περιεστιγμένος» — σημάδι τών γραμματικών (με το οποίο δήλωναν περιττό ή πλεονάζον χωρίο, ιδίως σε φιλοσοφικά συγγράμματα
β) «οβελός μετ' αστερίσκου» — σημάδι με το οποίο δηλωνόταν ότι έπρεπε να αλλάξει η σειρά τών στίχων ποιήματος
νεοελλ.
μεταλλική ράβδος, εξάρτημα τών τουφεκιών παλαιότερων εποχών για γόμωση ή για καθαρισμό τής κάννης, η βέργα
μσν.
βέλος, σαΐτα
αρχ.
1. οβολός
2. οβελίσκος, ως ταφικο μνημείο («ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λίθινους», Ηρόδ.)
3. παροιμ. «τὸ θερμὸν τοῡ ὀβελοῡ» — λεγόταν για κάποιον που έπαιρνε κάτι από εκεί που δεν έπρεπε να τό πάρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η εναλλαγή δ / β στους τ. ὀδελός / ὀβελός αποδεικνύει την ύπαρξη χειλουπερωικού φθόγγου στη ρίζα της λ. (IE *gwel- «δαγκώνω, κεντρίζω»). Στην ιων. -αττ. διάλεκτο επικράτησε ο τ. ὀβελός με χειλικό σύμφωνο, πιθ. κατ' επίδραση των Συγγενικών σημασιολογικά βέλος / βελόνη, ενώ ο τ. ὀβελλός εμφανίζει υστερογενή διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. και ὠβάλλω). Ο αττ. τ. ὀβολός έχει προέλθει από ὀβελός με αφομοιωτική τροπή του -ε-σε -ο-, πιθ. κατ' επίδραση των πολλών συνθ. σε -βόλος. Το αρκτικό ο
τών τ. πρέπει να έχει τη θέση πρόθεσης (πρβλ. -[II]). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για δάνειες λ. Αρχικά οι οβελοί (λεπτές σιδερένιες ράβδοι) χρησιμοποιήθηκαν ως νόμισμα και, αργότερα, έξι οβολοί, όσους ακριβώς μπορούσε να κρατήσει κανείς στην παλάμη του, οδήγησαν στην καθιέρωση τής δραχμής ως βασικού νομίσματος στην Αττική (πρβλ. δραχμή < δράττομαι «κρατώ στην παλάμη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀβελός — spit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελός — ο 1. ξύλινη ή σιδερένια σούβλα. 2. μεταλλική βέργα για τον καθαρισμό του τουφεκιού. 3. (γραμμ.) οριζόντια μικρή γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο και δείχνει τη νοθεία κειμένου ή τμήματός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀβελοῖς — ὀβελός spit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῖσι — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῖσιν — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοί — ὀβελός spit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῦ — ὀβελός spit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελούς — ὀβελός spit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελῶν — ὀβελός spit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελῷ — ὀβελός spit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”